- τρίχωση
- η1. φυσιολογικό ή παθολογικό φύτρωμα τριχών, το μάλλιασμα: Άρχισε η τρίχωση του εφήβου.2. το τρίχωμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρίχωση — η / τρίχωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τριχῶ] 1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα 2. τρίχωμα νεοελλ. ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο τής ουρήθρας ή τής κύστης μσν. αρχ. νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση αρχ. κόμμωση … Dictionary of Greek
επίσειον — και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον) 1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος τού αιδοίου 2. η τρίχωση τού εφηβαίου, η ήβη 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
τριχοφυΐα — η το φύτρωμα των τριχών, η τρίχωση, το μάλλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)